- διαμυδαλέος
- διαμῡδᾰλέος, α, ον,A drenching,
δάκρυα A.Pers.539
(lyr.). ([pron. full] ῡ for [pron. full] ῠ metri gr.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δάκρυα A.Pers.539
(lyr.). ([pron. full] ῡ for [pron. full] ῠ metri gr.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμυδαλέος — διαμυδαλέος, α, ον (Α) [μυδαλέος] φρ. «διαμυδαλέα δάκρυα» δάκρυα που πλημμυρίζουν, μουσκεύουν το πρόσωπο … Dictionary of Greek
διαμυδαλέους — διαμῡδαλέους , διαμυδαλέος drenching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)